- θεαροδόκος
- θεαροδόκος, -ον (Α)δωρ. τ. τού θεωροδόκος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek